Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

Τα μάτια σου τα πλάνα


Τα μάτια σου τα πλάνα
Στίχοι - Μουσική:  Σιφουνιός Μιχάλης 
 Ερμηνεία:  Βούλγαρης Μανόλης  &  Μάργια Αντωνίου

Τα μάτια σου τα πλάνα που αγαπώ
με έχουν κάνει και παραμιλάω,
Αυτά να έχω μέσα στο μυαλό
και άλλη από σένα δεν ζητάω.

Σαν σκέφτομαι τα μάτια σου τα δυο
με πιάνει παραζάλη και τα χάνω,
Δεν ξέρω ούτε που πάω, που πατώ
τα δυο σου μάτια που μακριά δεν κάνω.

Αν ήξερα πως θα σε ερωτευτώ
και σαν τρελός για σένα θα γυρνούσα,
Θα έψαχνα νωρίτερα να βρω
τα δυο σου μάτια που τα αναζητούσα.






Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

Φραγκοσυριανή

"Όλος ο κόσμος της Σύρου μ' αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου. Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφ' ότου έφυγα από το νησί. Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ' ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν..... Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα:
Μία φούντωση, μια φλόγα
έχω μέσα στην καρδιά
Λες και μάγια μου΄χεις κάνει
Φραγκοσυριανή γλυκιά...

Ούτε και ξέρω πως την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι ' αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή."


  ...το Πισκοπιό, η Αληθινή, η Δελλα-Γκράτσια, ο Φοίνικας, ο Γαλησσάς, η Παρακοπή, τα χωριά της ιδιαίτερης πατρίδας του, που ο Μάρκος αγαπά και θέλει να γυρίσει την αγαπημένη του Φραγκοσυριανή.

Ο Μάρκος Βαμβακάρης (Α)

Ο Μάρκος Βαμβακάρης υπήρξε ιδιαίτερα σημαντικός Έλληνας μουσικός του ρεμπέτικου.
Θεωρείται ο γενάρχης του ρεμπέτικου καθώς έθεσε τις βάσεις πάνω στις οποίες στηρίχτηκε το ρεμπέτικο τραγούδι.

Τον ακολούθησαν όχι μόνο οι μετά από αυτόν συνθέτες, αλλά και όλοι σχεδόν οι προηγούμενοι. Δημιούργησε την ορχήστρα με μπουζούκια και μπαγλαμάδες και με αυτή τραγούδησε τα βάσανα και τους πόθους του, τις χαρές και τις λύπες του κόσμου, τα πλούτη και τη φτώχεια, την ορφάνια και την ξενιτιά.
 Γεννήθηκε στις 10 Μαΐου, του 1905 στο συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας της Σύρου από οικογένεια Καθολικών (για τον λόγο αυτό αργότερα απέκτησε και το παρατσούκλι «Φράγκος»). Οι γονείς του ήταν φτωχοί αγρότες και ήταν ο πρωτότοκος από έξι αδέλφια. Ο παππούς του έγραφε τραγούδια και ο πατέρας του έπαιζε ζαμπούνα ενώ πολλές φορές από μικρή ηλικία τον συνόδευε ο μικρός Μάρκος παίζοντας τουμπί (νησιώτικο τύμπανο) σε διάφορα πανηγύρια.
                                                      



                                                         "ΣΥΡΑ"



Λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης της οικογένειάς του, ο Μάρκος αναγκάστηκε να αφήσει το σχολείο και να εργαστεί ως λούστρος, εφημεριδοπώλης, εργάτης σε κλωστήρια, βοηθός σε οπωροπωλεία και άλλα.

Ο Φράγκος Μάρκος Βαμβακάρης (Γ)

Μετά την απελευθέρωση και κατά την περίοδο 1948-1959, περνάει δύσκολες ώρες, καθώς η ελληνική μουσική βιομηχανία, τα ηνία της οποίας περνούν σε χέρια ανθρώπων που ο Μάρκος Βαμβακάρης είχε βοηθήσει να αναδειχτούν, φέρεται αχάριστα στον πρωτοπόρο του μπουζουκιού που θεωρείται πια «ξεπερασμένος». Οι δισκογραφικές εταιρίες παύουν να τον καλούν για ηχογραφήσεις και τα μεγάλα νυχτερινά κέντρα τού αρνούνται τη συνεργασία. Περνά σοβαρές περιπέτειες με την υγεία (παραμορφωτική αρθρίτιδα στα δάχτυλα, κάτι που τον δυσκολεύει να παίζει μπουζούκι) και την οικονομική του κατάσταση, ενώ αφορίζεται από την Καθολική Εκκλησία γιατί παντρεύτηκε την δεύτερη φορά με ορθόδοξο γάμο (ο αφορισμός αυτός πάντως ήρθη το 1966).
                                                   
 "Χρονια στον Πειραια"
Ο Μάρκος Βαμβακάρης καταφέρνει να επιβιώσει αλλά και να αποκαταστήσει το πρόβλημα υγείας του πηγαίνοντας στα ιαματικά λουτρά της Ικαρίας. Το 1954, ξεχασμένος από τους περισσότερους, επισκέφτηκε τη Σύρο όπου έμεινε για ένα έτος και γνωρίσε την αποθέωση από τον κόσμο του νησιού, ο οποίος δεν τον ξέχασε.
Αυτά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '50, όταν μετά από πρωτοβουλία του Τσιτσάνη, η δισκογραφική εταιρία Columbia αποφασίζει να κυκλοφορήσει παλιά και καινούρια τραγούδια του Βαμβακάρη, τραγουδισμένα από τον ίδιο και από καλλιτέχνες όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Ρόζα Εσκενάζυ, η Καίτη Γκρέι, η Άντζελα Γκρέκα κ.ά. Το 1960 αρχίζει η «δεύτερη καριέρα» του, όπως χαρακτηρίζεται από τον ίδιο.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης πέθανε στις 8 Φεβρουαρίου του 1972 σε ηλικία 66 ετών, συνεπεία νεφρικής ανεπάρκειας που του δημιούργησε ο σακχαρώδης διαβήτης.

Ο Μάρκος Βαμβακάρης (Β)

Σε ηλικία 12 ετών έφυγε από τη Σύρο και πήγε στον Πειραιά, όπου αργότερα τον ακολούθησε και η οικογένειά του. Εκεί ασχολήθηκε με διάφορα επαγγέλματα, όπως λιμενεργάτης (φορτοεκφορτωτής, εργάτης γαιανθράκων στα λεγόμενα «καρβουνιάρικα») και περίπου από το 1925 μέχρι το 1935 ως εκδορέας στα δημοτικά σφαγεία Πειραιά και Αθηνών.
                                              
                                                       "ο Μαρκος Πολυτεχνητης"
                        
Εκείνη την εποχή ο Μάρκος Βαμβακάρης ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε την πρώτη του γυναίκα, Ελένη Μαυροειδή («Ζιγκοάλα»).
 Παράλληλα, ενώ είχε ορκιστεί ότι αν δε μάθει να παίζει θα κόψει τα δάχτυλα του με χασαπομάχαιρο, άρχισε να μαθαίνει μπουζούκι και να γράφει τα πρώτα του τραγούδια, εντυπωσιάζοντας με την ταχύτητα που έμαθε το όργανο και με την ικανότητα, την ευρηματική πενιά, τη δεξιοτεχνία και τη στιχογραφία του.

Συμμετείχε μαζί με τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά στο πρωτοποριακό για την εποχή μουσικό σχήμα που ονομάστηκε «Η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς». Το 1933, έπειτα από την πιεστική παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη, o Μάρκος Βαμβακάρης κυκλοφόρησε την πρώτη ηχογράφηση με μπουζούκι στην Ελλάδα, το «Καραντουζένι» (ή «Έπρεπε να 'ρχόσουνα ρε μάγκα μου») ερμηνεύοντάς το ο ίδιος, παρόλες τις επιφυλάξεις που είχε για την ποιότητα της φωνής του. Η περίοδος λίγο πριν τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο είναι ίσως η παραγωγικότερή του. Μεταξύ άλλων, το 1935 έγραψε και ηχογράφησε τη «Φραγκοσυριανή» -το γνωστότερο ίσως τραγούδι του- το οποίο όμως έγινε πολύ μεγάλη επιτυχία 25 χρόνια αργότερα με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση.

Ο Μάρκος Βαμβακάρης αποδείχτηκε ατυχέστατος στο γάμο του με τη Ζιγκοάλα. Τον απατούσε με τον κουμπάρο τους, αλλά εκείνος εξακολουθούσε να την αγαπάει. Αυτό έγινε αιτία να ξεσπάσει άγριος καυγάς μεταξύ αυτού και του μεγάλου του αδελφού, με το διαζύγιο να μην αργεί να εκδοθεί. Όμως και μετά το διαζύγιο, η Ζιγκοάλα εξακολουθούσε να έχει οικονομικές απαιτήσεις. Για αυτήν την ιστορία ο Μάρκος έγραψε το αυτοβιογραφικό του τραγούδι «Το διαζύγιο».
                                       
                                                "Το Διαζυγιο"

Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πέθαναν αρκετές προσωπικότητες της ελληνικής λαϊκής και ρεμπέτικης μουσικής (Παναγιώτης Τούντας, Κώστας Σκαρβέλης, Γιοβάν Τσαούς, Βαγγέλης Παπάζογλου, ο στενός συνεργάτης του Ανέστης Δελιάς κ.ά.).
  Ο Μάρκος Βαμβακάρης, αφού κατάφερε να επιβιώσει, παντρεύτηκε το 1942 για δεύτερη φορά την Ευαγγελία με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά (δύο εκ των οποίων πέθαναν και από τ' άλλα τρία, τον Βασίλη, τον Στέλιο και τον Δομένικο, οι δύο τελευταίοι έγιναν γνωστοί μουσικοί).

Ρόζα Εσκενάζυ (Β)

Η καριέρα της δεν άργησε να απλωθεί πέρα από τα σύνορα της Ελλάδας, στην ελληνική διασπορά. Μαζί με τον Τομπούλη ταξίδεψε στην Αίγυπτο, την Αλβανία και τη Σερβία, μέρη στα οποία την υποδέχθηκαν με ιδιαίτερη θέρμη όχι μόνο οι τοπικές ελληνικές κοινότητες, αλλά και οι τουρκικές. Τα τραγούδια της περιείχαν και κάποια αιχμηρότητα και μάλιστα ένα από αυτά, το «Πρέζα όταν Πιείς», λογοκρίθηκε από τον ίδιο τον δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά. Ως αποτέλεσμα της απόφασης αυτής, πολλοί άλλοι καλλιτέχνες του ρεμπέτικου περιθωριοποιήθηκαν, ενώ το καινούριο ρεύμα μέσα στο πλαίσιο του ρεμπέτικου, το οποίο εκπροσωπούσε ο Βασίλης Τσιτσάνης, θα κέρδιζε έδαφος μετά τον Πόλεμο.
Η Ρόζα Εσκενάζυ πέρασε ήρεμα τα τελευταία χρόνια της ζωής της στο σπίτι της στην Κηπούπολη, μαζί με τον Χρήστο Φιλιππακόπουλο. Παρόλο που είχε γεννηθεί Εβραία, άλλαξε το θρήσκευμά της σε ορθόδοξη χριστιανή το 1976, και ξαναβαπτίστηκε ως Ροζαλία Εσκενάζυ. Τα επόμενα δύο χρόνια άρχισε να εμφανίζει σημάδια της νόσου του Αλτσχάιμερ και συχνά έχανε τον προσανατολισμό της καθώς επέστρεφε στο σπίτι της. Το καλοκαίρι του 1980 έπεσε κάτω και έσπασε το γοφό της. Έμεινε στο νοσοκομείο για τρεις μήνες, με τον Χρήστο να βρίσκεται διαρκώς δίπλα της για να τη φροντίζει. Επέστρεψε για λίγο καιρό στο σπίτι της, αλλά στη συνέχεια ξαναβρέθηκε σε μια ιδιωτική κλινική εξαιτίας μιας μόλυνσης. Άφησε την τελευταία της πνοή στην κλινική αυτή στις 2 Δεκεμβρίου του 1980.
Την έθαψαν σε έναν πρόχειρο τάφο στο χωριό Στόμιο της Κορινθίας. Το 2008 το πολιτιστικό σωματείο του χωριού συγκέντρωσε χρήματα και πρόσθεσε μια επιτύμβια στήλη, που έγραφε «Ρόζα Εσκενάζυ, Καλλιτέχνις»...