Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2013

ΣΤΡΑΤΟΣ ΠΑΓΙΟΥΜΤΖΗΣ

Ο Στράτος Παγιουμτζής γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας το 1904. Πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή ήρθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Από παιδί μπήκε στο μεροκάματο: αρχικά ψαράς κι έπειτα «γεμιτζής», δηλαδή βαρκάρης, που μετέφερε τρόφιμα και άλλα εφόδια στα καράβια που άραζαν «αρόδο» έξω απ' το λιμάνι.Το μεγάλο πάθος του Στράτου ήταν το τραγούδι. Οπου κι αν βρισκόταν, στη θάλασσα, στην αγορά, στην ταβέρνα, μόλις ερχόταν στα μεράκια άρχιζε το τραγούδι. Γρήγορα γνωρίστηκε με την Πειραιώτικη παρέα του ρεμπέτικου. Μαζί με τους Μάρκο Βαμβακάρη, Ανέστη Δελιά και Γιώργο Μπάτη έφτιαξαν την πρώτη αμιγώς μπουζουξίδικη λαϊκή ορχήστρα. Ηταν η «Τετράς του Πειραιώς», ονομασία που οφείλεται μάλλον στον «ανεκδιήγητο» Μπάτη, που συνήθιζε τους καθαρευουσιάνικους, αλλά και ξενικούς (Ζορζ Μπατέ!) όρους, σνομπάροντας τους «αριστοκράτες».

Την ίδια χρονιά ο Μάρκος ετοιμάζεται να ηχογραφήσει τον πρώτο του δίσκο (πρώτη παρουσία μπουζουξή στην ελληνική δισκογραφία). Ο Μάρκος πηγαίνει στην εταιρία για να παίξει τα τραγούδια του, αλλά όχι και να τα τραγουδήσει (πίστευε ότι δεν έχει καλή φωνή!), αφού στην κομπανία βασικός τραγουδιστής ήταν ο Στράτος. Ομως ο Σπύρος Περιστέρης, ο μαέστρος της εταιρίας, επιμένει να είναι ο Μάρκος ο ερμηνευτής των τραγουδιών του. Ετσι δημιουργείται το εξής παράδοξο: Στο λαϊκό πάλκο τα τραγούδια του Μάρκου να ερμηνεύονται - και - από το Στράτο, ενώ στη δισκογραφία τα ερμηνεύει ο Μάρκος μόνος του. Θα περάσουν σχεδόν τρία χρόνια μέχρι να ηχογραφήσει ο Στράτος τραγούδι του Συριανού φίλου του!Ξεχωριστός ερμηνευτής.
Το 1938 ο Στράτος γνωρίζει τον πιτσιρικά μπουζουξή Μανώλη Χιώτη. Θα του τραγουδήσει μάλιστα το δεύτερο τραγούδι του («Δε λες το ναι και συ») και θα τον οδηγήσει στη συνεργασία με τον Δημήτρη Γκόγκο («Μπαγιαντέρα»). Ο Στράτος τραγούδησε μερικά απ' τα καλύτερα τραγούδια του «Μπαγιαντέρα» («Γυρνώ σαν Νυχτερίδα» με μπουζούκι τον Χιώτη, «Χατζηκυριάκειο» με μπουζούκι τον Βασίλη Τσιτσάνη κ.ά.).Μετά την Κατοχή, όταν οι δισκογραφικές εταιρίες ξανανοίγουν, ο Στράτος συνεχίζει τη συνεργασία του με τους παλιότερους λαϊκούς δημιουργούς (Μάρκο, Τσιτσάνη, Χιώτη κλπ.) και με τους πιο αξιόλογους νέους, όπως ο Απόστολος Καλδάρας («Πάνω σ' ένα βράχο»), ο Γιώργος Μητσάκης («Μάγκας βγήκε για σεργιάνι») κ.ά. Θα συνεχίσει στη δισκογραφία ως τα μέσα της δεκαετίας του '50.

Το 1960, όταν ο Μάρκος επανέρχεται στη δισκογραφία με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και γνωρίζει μεγάλη επιτυχία, τότε επανέρχεται και ο Στράτος μέσω του φίλου του, Γιώργου Ζαμπέτα. Ο Ζαμπέτας, εκμεταλλευόμενος την «πέραση» που είχε στις εταιρίες, ξαναβάζει τον Στράτο στα στούντιο με προπολεμικά ρεμπέτικα του Χατζηχρήστου, του Τσιτσάνη και άλλων παλιών. Κάνοντας «επίδειξη δύναμης» στις εταιρίες, τον βάζει να πει και ένα μανέ (το περίφημο «Μινόρε του Στράτου»), πράγμα αδιανόητο για την εποχή.Εκτός απ' τη δισκογραφία, ο Στράτος επανέρχεται στα λαϊκά πάλκα, όπου δούλευε ασταμάτητα απ' το 1934 έως το 1955. Ετσι, τη δεκαετία του '60 θα ξαναδουλέψει με τον - επί 40 σχεδόν χρόνια - φίλο και συνεργάτη του Μάρκο Βαμβακάρη, με τον Γιώργο Λαύκα και άλλους λαϊκούς δημιουργούς.Τον Οκτώβρη του 1971 κατάφερε να βγάλει διαβατήριο (μετά από πολλά «ζόρια», καθώς το 1937 είχε συλληφθεί για χρήση χασίς και πήγε εξορία) και να πάει στη Νέα Υόρκη. Δούλεψε στη «Σπηλιά» όπου αποθεωνόταν απ' τους ομογενείς. Στις 16 Νοέμβρη, βεβαρημένος απ' τη μεγάλη συγκίνηση και την υπερένταση, «έσβησε» πάνω στο πάλκο. Για να τον γυρίσουν στην πατρίδα και να τον κηδέψουν, χρειάστηκε να γίνει έρανος (!!!) από παλιούς φίλους και συνεργάτες του (τα έξοδα της κηδείας τα πλήρωσε ο Ζαμπέτας), αφού - όπως οι περισσότεροι παλιοί ρεμπέτες έτσι και ο Στράτος - έκανε πολλούς πλούσιους, ενώ ο ίδιος ήταν πάντα άφραγκος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου